- συνετιμήσανθ'
- συνετῑμήσαντο , συντιμάωhonour togetheraor ind mid 3rd pl (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συντιμώ — άω, Α [τιμῶ] 1. τιμώ συγχρόνως ή ομοίως 2. μέσ. συντιμῶμαι, άομαι ορίζω, καθορίζω («συνετιμήσανθ ὑπὲρ ἐμοῡ ταύτην τὴν εἰσφοράν», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek